- φρεσκάρω
- φρεσκάρισα και φρέσκαρα, φρεσκαρίστηκα, φρεσκαρισμένος (λ. ιταλ.)1. μτβ., κάνω κάτι νωπό, το κάνω να είναι φρέσκο, του δίνω φρεσκάδα, του δίνω δροσερή εμφάνιση: Βάλε τα φρούτα στο ψυγείο να τα φρεσκάρεις λίγο.2. ανακαινίζω, μεταποιώ κάτι, ώστε να φαίνεται καινούριο, καινουργώνω: Φρεσκάρισα το παλτό μου στο καθαριστήριο.3. αμτβ., γίνομαι, φαίνομαι φρέσκος, νωπός, δροσερός: Φρεσκάρουν τα λουλούδια σε ανθοδοχείο με νερό.4. φαίνομαι, γίνομαι πιο καινούριος: Το σιδέρωσα και φρέσκαρε το παντελόνι.5. (για άνεμο ή ατμοσφαιρική κατάσταση), γίνομαι πιο δροσερός, πιο ψυχρός, πιο ευχάριστος: Ύστερα από τόση ζέστη φρεσκάρισε προς το βραδάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.