φρεσκάρω

φρεσκάρω
φρεσκάρισα και φρέσκαρα, φρεσκαρίστηκα, φρεσκαρισμένος (λ. ιταλ.)
1. μτβ., κάνω κάτι νωπό, το κάνω να είναι φρέσκο, του δίνω φρεσκάδα, του δίνω δροσερή εμφάνιση: Βάλε τα φρούτα στο ψυγείο να τα φρεσκάρεις λίγο.
2. ανακαινίζω, μεταποιώ κάτι, ώστε να φαίνεται καινούριο, καινουργώνω: Φρεσκάρισα το παλτό μου στο καθαριστήριο.
3. αμτβ., γίνομαι, φαίνομαι φρέσκος, νωπός, δροσερός: Φρεσκάρουν τα λουλούδια σε ανθοδοχείο με νερό.
4. φαίνομαι, γίνομαι πιο καινούριος: Το σιδέρωσα και φρέσκαρε το παντελόνι.
5. (για άνεμο ή ατμοσφαιρική κατάσταση), γίνομαι πιο δροσερός, πιο ψυχρός, πιο ευχάριστος: Ύστερα από τόση ζέστη φρεσκάρισε προς το βραδάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρεσκάρω — φρεσκάρω, φρέσκαρα και φρεσκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρεσκάρω — Ν 1. καθιστώ κάτι νωπό, δροσερό 2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω («έδωσε τα ρούχα του να τά φρεσκάρουν») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι φρέσκος, δροσερός («τα λουλούδια φρεσκάρουν με το πότισμα») β) γίνομαι ή φαίνομαι πιο καινούργιος γ) (για ατμοσφαιρικά… …   Dictionary of Greek

  • φρεσκάρισμα — το, Ν [φρεσκάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρεσκάρω …   Dictionary of Greek

  • ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”